κλινοθέσιο

κλινοθέσιο
το
τεχνολ. είδος σιδηροδρομικού επιβατικού οχήματος, ενδιάμεσο μεταξύ τής κλασικής επιβατάμαξας με θέσεις καθήμενων και τής κλινάμαξας, κν. κουσέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -θέσιο (< θέτης < τίθημι). Η λ. είναι απόδοση στην Ελληνική ξένου όρου, πρβλ. γαλλ. voiture - couchette].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”